τσιγκουνιά

τσιγκουνιά
η
φιλαργυρία, φιλοχρηματία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • αυστριακός — ή και ιά, ό 1. ως κύριο όν. α) ο κάτοικος της Αυστρίας ή ο καταγόμενος από την Αυστρία β) ειρωνική ονομασία για κατοίκους ορισμένων πόλεων, στους οποίους αποδίδεται τσιγκουνιά 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αυστρία …   Dictionary of Greek

  • κακοπορεύω — 1. (ενεργ και μέσ.) ζω μίζερη ζωή, στερούμαι τα αναγκαία 2. (μτχ.) κακοπορεμένος, η, ον δυστυχής, φτωχός, ταλαίπωρος 3. παροιμ. «ξύσου και κακοπόρεψε, την Πασχαλιά θ αλλάξεις» για όσους ζουν στερημένη ζωή από τσιγκουνιά …   Dictionary of Greek

  • καρμιριά — και καρμιρία, η [καρμίρης] η ιδιότητα τού καρμίρη, τσιγκουνιά, φιλαργυρία …   Dictionary of Greek

  • κνιπεία — κνιπεία, ή (AM) [κνιπεύω] μσν. κνιπία*. αρχ. φιλαργυρία, τσιγκουνιά …   Dictionary of Greek

  • σκίφη — και σκιφία, ἡ, Α [σκιφός] φιλαργυρία, τσιγκουνιά …   Dictionary of Greek

  • τσιγγουνιά — και τσιγκουνιά, η, Ν [τσιγγούνης / τσιγκούνης] φιλαργυρία …   Dictionary of Greek

  • φειδωλία — η, ΝΑ [φειδωλός] η ιδιότητα τού φειδωλού, τσιγκουνιά αρχ. τελειότητα στην εκτέλεση μιας εργασίας, ακρίβεια …   Dictionary of Greek

  • φειδωλός — ή, ό / φειδωλός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, Α 1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος 2. (κατ επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων… …   Dictionary of Greek

  • φειδώ — ούς, η / φειδώ, όος και οῡς, ΝΜΑ 1. η ενέργεια τού φείδομαι, διάθεση με σύνεση, κατανάλωση με μέτρο, λελογισμένη χρήση, οικονομία 2. (κατ επέκτ.) τσιγκουνιά, φιλαργυρία μσν. αρχ. 1. φροντίδα για κάποιον ή για κάτι 2. ευσπλαγχνία, συμπόνοια.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”